τρυφερῶν

τρυφερῶν
τρυφερός
delicate
fem gen pl
τρυφερός
delicate
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… …   Dictionary of Greek

  • φασκομηλία — Λέγεται και αλιφασκιά (σάλβια η φαρμακευτική). Αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό της οικογένειας των λαμπιατών ή χειλανθών (δικοτυλήδονα). Ιθαγενές των ημιορεινών παραμεσόγειων περιοχών, στην Ελλάδα συναντάται κυρίως σε ξερές πετρώδεις τοποθεσίες.… …   Dictionary of Greek

  • φασκομηλιά — Λέγεται και αλιφασκιά (σάλβια η φαρμακευτική). Αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό της οικογένειας των λαμπιατών ή χειλανθών (δικοτυλήδονα). Ιθαγενές των ημιορεινών παραμεσόγειων περιοχών, στην Ελλάδα συναντάται κυρίως σε ξερές πετρώδεις τοποθεσίες.… …   Dictionary of Greek

  • ωμαμπέλινος — ίνη, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τών τρυφερών φύλλων αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + ἄμπελος + κατάλ. ινος) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Κνέμπελ, Καρλ Λούντβιχ φον- — (Karl Ludwig von Knebel, Νόρτλινγκεν 1744 – Ιένα 1834). Γερμανός ποιητής. Ξεκίνησε σπουδάζοντας νομικά και αργότερα, επί μία δεκαετία, υπηρέτησε στον στρατό. Συνδεόταν φιλικά με τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της γερμανικής λογοτεχνίας της εποχής …   Dictionary of Greek

  • λουκανίδες — (lucanidae). Οικογένεια κολεοπτέρων εντόμων, που αριθμεί περισσότερα από 1.050 είδη. Τα έντομα αυτά είναι τα μεγαλύτερα κολεόπτερα και απαντούν σε αφθονία στις υποτροπικές περιοχές. Έχουν μεγάλα σαγόνια, που μερικές φορές το μέγεθός τους είναι το …   Dictionary of Greek

  • Πέρσελ, Χένρι — (Purcell, Λονδίνο 1659 – 1695). Άγγλος συνθέτης. Αφού τελειοποιήθηκε στο Βασιλικό Παρεκκλήσιο, διορίστηκε (1679) οργανίστας στο αβαείο του Ουεστμίνστερ και αργότερα (1682) συνθέτης του βασιλιά. Από τους μεγαλύτερους και τους πιο αγαπητούς… …   Dictionary of Greek

  • Σαπφώ — Αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια (Ερεσός, Λέσβος τέλη 7ου αι. π.Χ. Μυτιλήνη πρώτο μισό 6ου αι. π.Χ.). Σχεδόν τα μόνα γνωστά για τη ζωή της είναι πως είχε μια κόρη, την Κλείδα και τρεις αδελφούς, και πως για πολιτικούς λόγους εξορίστηκε για μερικά χρόνια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”